- μονόκλιτος
- μονό-κλιτος, mit einer Beugung, Deklination
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονόκλιτος — η, ο (Α μονόκλιτος, ον) νεοελλ. (για ναό) αυτός που έχει ένα μόνο κλίτος («μονόκλιτος ναός» απλή ορθογώνια εκκλησία που αποτελείται από ένα μόνο κλίτος και στεγάζεται κυρίως με θολωτή οροφή) αρχ. γραμμ. αυτός που έχει έναν μόνο τύπο κατά την… … Dictionary of Greek
μονόκλιτος — η, ο (αρχιτ.), εκκλησία με ένα κλίτος: Μονόκλιτος ναός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονόκλιτον — μονόκλιτος indeclinable masc/fem acc sg μονόκλιτος indeclinable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοκλίτων — μονόκλιτος indeclinable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόκλιτα — μονόκλιτος indeclinable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
Αιμυαλών, μονή — Γυναικείο ησυχαστήριο του νομού Αρκαδίας, κοντά στη Δημητσάνα, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλόπολης. Ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αι. Το καθολικό, αφιερωμένο στη Γέννηση της Θεοτόκου, βρίσκεται μέσα σε σπήλαιο και έχει… … Dictionary of Greek
Κούνος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 116 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, 100 χλμ. ΝΔ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. Στον οικισμό, που έχει χαρακτηριστεί… … Dictionary of Greek
Κύκκου, μονή — Μονή της Κύπρου. Βρίσκεται στο όρος Τρόοδος, σε υψόμετρο περίπου 1.300 μ. και είναι αφιερωμένη στην Παναγία. Ιδρύθηκε κατά τα τέλη του 11ου αι. ύστερα από δωρεά του Αλέξιου Α’ Κομνηνού, ο οποίος δώρισε επίσης στη μονή μία εικόνα της Θεοτόκου, από … Dictionary of Greek
Σέρρες — Πόλη (49.380 κάτ., αλλά 50.390 ο δήμος) της Ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του ομωνύμου νομού. Διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νομού και το μεγαλύτερο μετά την Καβάλα αστικό κέντρο Α της θεσσαλονίκης, πόλη με… … Dictionary of Greek